εκπολιτισμός

εκπολιτισμός
ο
η προαγωγή από τη βαρβαρότητα στον πολιτισμό, η ανύψωση του επιπέδου του πολιτισμού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εκπολιτισμός — ο η προαγωγή καθυστερημένης κοινωνίας ή χώρας στον πολιτισμό …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… …   Dictionary of Greek

  • εξανθρωπισμός — ο ο εκπολιτισμός, η εξημέρωση, ο εξευγενισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξανθρωπίζω. Η λ. μαρτυρειται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • εξημέρωση — η (AM ἐξημέρωσις) [εξημερώνω] 1. το να καταστεί κάποιος ή κάτι ήμερος («η εξημέρωση τού αλόγου», «τῆς γῆς ἐξημέρωσιν») 2. ο εκπολιτισμός …   Dictionary of Greek

  • πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Μεχιτάρ, Πέτρος — (Mechitar Petro, Σεβάστεια 1676 – 1746). Αρμένιος καθολικός λόγιος. Το 1700 ίδρυσε στην Κωνσταντινούπολη αρμένικη σχολή, εκδιώχθηκε όμως από τον πατριάρχη των Αρμενίων Αβεδίκ, οπότε κατέφυγε στη Μεθώνη, όπου κυριαρχούσαν ακόμα οι Ενετοί. Εκεί,… …   Dictionary of Greek

  • εξανθρωπισμός — ο ο εκπολιτισμός, η εξημέρωση των ανθρώπων, ο εξευγενισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξευρωπαϊσμός — ο η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εξευρωπαΐζω (βλ. λ.), ο εκπολιτισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”